συλητής

συλητής
ο, ΝΑ, θηλ. συλήτρια Α [συλῶ]
άρπαγας, κλέφτης
νεοελλ.
κλέφτης ιερών αντικειμένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλητής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλητής — ο αυτός που λεηλατεί ιερούς τόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλωτής — ὁ, ΜΑ συλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. συλητής] …   Dictionary of Greek

  • συλευτής — ὁ, Μ [συλεύω] συλητής …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσύλης — ὁ, Μ συλητής χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σύλης (< συλῶ «σκυλεύω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο σύλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”